- ντερέμπεης
- ο1) тиран, деспот; 2) ист. топарх, правитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντερέμπεης — ο βλ. δερέμπεης … Dictionary of Greek
δερέμπεης — και ντερέμπεης, ο 1. τούρκος τοπάρχης ή μπέης, διορισμένος από την πύλη σε κάποια επαρχία, ο οποίος με την πάροδο τού χρόνου έγινε ημιανεξάρτητος 2. άνθρωπος αυταρχικός, δεσποτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derebeyi] … Dictionary of Greek